σμικρότητα

σμικρότητα
σμῑκρότητα , μικρότης
smallness.
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σμικρότητα — η / σμικρότης, ητος, ΝΜΑ βλ. μικρότητα …   Dictionary of Greek

  • MINIMUS — seu Arnobii l. 5. voce minimissimus digitorum, et ipse ornari iam olim annulô consuevit, teste Pliniô l. 33. c. 1. Singulis primo digitis geri mos fuerat, qui sunt minimis proximi. Sic in Nume et Servii Tullii statuis videmus. Postea pollici… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αδιαστασία — η (Α ἀδιαστασία) [ἀδιάστατος] νεοελλ. έλλειψη διαστάσεων, σμικρότητα αρχ. εξακολούθηση, συνέχεια …   Dictionary of Greek

  • μικρότητα — και σμικρότητα, η (ΑΜ μικρότης και σμικρότης, Μ και μικρότητα [μικρός] η ιδιότητα τού μικρού, το να είναι κάποιος ή κάτι μικρός ή μικρό ως προς τις διαστάσεις ή την ποσότητα ή τη δύναμη («ἀνάγκη δὲ προαιρεῑσθαι τῶν εὐεργεσιών μὴ τὰς διὰ μικρότητα …   Dictionary of Greek

  • ταπεινότητα — η /ταπεινότης, ητος, ΝΜΑ [ταπεινός] (με αρνητική σημ.) η ιδιότητα τού ταπεινού, ευτέλεια ψυχής, ποταπότητα νεοελλ. μετριοφροσύνη, σεμνότητα («η ταπεινότητά μου» τυπική έκφραση μετριοφροσύνης που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα οι πατριάρχες αντί τής λ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”